Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοστάριον — κοστάριον, τὸ (Α) [κόστος (Ι)] πιθ. η αρωματική ρίζα τού κόστου* … Dictionary of Greek
κοστάρια — κοστάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)